- θαλειη
- θαλείηἡ ион. = θάλεια См. θαλεια I
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Θαλείῃ — Θάλεια rich fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θαλείῃ — θάλεια rich fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνήορος — και δωρ. τ. συνάορος, ον, Α 1. ο στενά συνδεδεμένος με κάποιον 2. (ως επίθ. και ως ουσ.) α) ο ή η σύζυγος β) ο αδελφός ή η αδελφή 3. μτφ. αυτός που συνοδεύει κάποιον, ο σύντροφος («φόρμιγξ δαιτὶ συνήορός ἐστι θαλείῃ», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν… … Dictionary of Greek